Η γιορτή περιείχε κείμενα και ποιήματα που συνοδεύονταν από βίντεο και φωτογραφίες της εποχής αλλά και αναπαράσταση στη σκηνή από τα μικρότερα κορίτσια του κατηχητικού μας και πλαισιώνονταν από τραγούδια που τραγουδούσε όλο το κοινό με την ψυχή του. Η κ. Ιωάννα Στεφανάτου, απέδωσε εξαιρετικά δύο κείμενα της εποχής του Γ. Θεοτοκά.
Την εκδήλωση έκλεισε ο Πανοσιολογιότατος Αρχιμανδρίτης π. Μάρκος Τζανακάκης με ομιλία στην οποία ανέφερε πολλά περιστατικά που φανερώνουν τον ηρωισμό όλων των Ελλήνων τις ημέρες εκείνες. Ενδεικτικά παραθέτουμε ένα απόσπασμα.
« Όταν πρέπει να κάνεις ένα κλείσιμο ή μια ομιλία για να περιγράψεις ένα θαύμα σαν αυτό που έζησαν, που δημιούργησαν οι πρόγονοί μας, η πίστη τους, ο αγώνας τους, αυτό φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο. Θέλω κι εγώ να ευχαριστήσω τη σειρά μου όλους εσάς που ήρθατε σ’ αυτήν την απλή, πολύ απλή, όπως διαπιστώσατε, εορτή μ’ έναν σκοπό και μια αναζήτηση όλων μας: Να γιορτάσουμε την ημέρα τη σημερινή, να τιμήσουμε και να εμπνευστούμε.
Να γιορτάσουμε γιατί είναι μέρα χαράς και ευφροσύνης, ενός θαύματος, όπως είπαμε. Να τιμήσουμε όλους αυτούς που έχυσαν το αίμα τους για να είμαστε εμείς ελεύθεροι. Για να μπορούμε ακόμα να ελπίζουμε, η Ελλάδα θα ζήσει παρ΄ότι την βλέπουμε καθημερινά να αργοπεθαίνει. και παρότι όλοι μας αισθανόμαστε ότι δεν βαδίζει στα ίχνη της θυσίας των προγόνων μας. Έχει εξανεμιστεί το πνεύμα τους, η πίστη τους, ο προσανατολισμός τους οι προσδοκίες τους, οι πόθοι τους, τα όνειρά τους.
Μικρές σκηνές λιτές και απέριττες από τα παιδιά μας που θύμιζαν σε όλους εμάς, τους μεγαλύτερους πολύ μεγάλες σκηνές αυτού του θαύματος. Παρέλασαν μπροστά μας μικρά κορίτσια υποδυόμενα αυτό το θαύμα των ηπειρωτών γυναικών που με γυμνά τα πόδια σαν κακοτράχαλα βουνά ανέβαιναν κουβαλώντας πυρομαχικά στους ώμους. Για να φτάσει να αναφωνεί ο ποιητής όπως μας είπαν «Θεέ μου, τι τις πότισες και δεν αγκομαχάνε».
Πέρασαν μέσα από το ταμπλό, όπως λένε τις σκηνές των μετόπισθεν τον γυναικών που με μεγάλη χαρά έστειλαν τα παιδιά τους, τους συζύγους τους, τα αγαπημένα τους πρόσφατα στο μέτωπο και λιτά, σαν σπαρτιάτισσες τους είπαν, κοιτάζοντάς τους στα μάτια, «με τη νίκη» και δεν άφησαν να κυλήσει ένα δάκρυ από τα γυναικεία μάτια τους. Δεν άφησαν μία έκφραση από το γυναικείο συναίσθημα να κλονίσει λίγο και να φρενάρει τους στρατιώτες.»
«Όλοι μας έχουμε ένα καθήκον. Να εμπνευστούμε, να στοχαστούμε, να προσευχηθούμε.
Να προσευχηθούμε πρωτίστως δοξολογητικά γι’ αυτό που είμαστε, γι’ αυτό που μας χαρίστηκε. Για τους προγόνους μας, αυτούς που δε γνωρίσαμε ίσως, γι’ αυτούς που μας μίλησαν οι γονείς μας, οι γονείς μας, τον παππού μας, τον προπάππου μας που πήγε στον πόλεμο. Κάποιοι μπορεί να έχουμε και νεκρούς. Να χαιρόμαστε γι’ αυτούς. Να ευχαριστήσουμε μέσα από τα κατάβαθα της ψυχής μας την Παναγία Σκέπη, η οποία σκέπασε το έθνος μας. Και τον Άγιο Θεό για το θαύμα που μας χάρισε.
Αλλά και να αναρωτηθούμε, που πάμε; Που πάμε σαν λαός; Ποιοι είναι οι στόχοι μας; Μονάχα οικονομική ανάκαμψη, οικονομική ευκαμψία; Και να υποχωρούμε στις μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες εξόφθαλμά πλέον χειραγωγούν, κατευθύνουν τα πάντα, την ιστορία του τόπου μας. Τα πάντα. Με μόνο αντίτυπο, ένα κομμάτι ψωμί ή έστω κάτι ανώτερο, λίγη καλοπέραση;.
Χάθηκαν τα ιδανικά μας, τα οράματά μας, οι προοπτικές μας. Απεμπολήσαμε την ιστορία μας και ξεχάσαμε ποιον ανθρώπων είμαστε απόγονοι.
Δημιουργήσαμε ένα θαύμα για να το θάψουμε λίγα χρόνια μέσα στον εθνικό διχασμό. Στον οποίο μας έβαλαν πάλι οι Μεγάλες Δυνάμεις, για να μην διεκδικήσουμε αυτά, τα οποία οι ίδιοι μας έταξαν. Και νικητές του του πολέμου θρηνούσαμε για άλλη μία φορά τη Βόρεια Ήπειρο. Και άλλες αλύτρωτες πατρίδες. Και έσπειραν το εθνικό μίσος. «Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά,» τραγουδούσε η Βέμπο αργότερα «έβγα απ' τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά»
Τώρα δε μας χωρίζουν ιδεολογικές αποστάσεις. Όχι. Τώρα μας χωρίζει το συμφέρον. Το πορτοφόλι. Και ο ένας με τον άλλο πάψαμε να είμαστε αδελφοί. Και πώς μπορούμε και τι μπορούμε να κάνουμε;
Να ξαναγυρίσουμε στην πίστη των προγόνων μας. Δεν ήταν αγία η γενιά του 1940 Είχε όμως με ελπίδα και μια σπίθα μέσα της πίστης. Και προσέφυγε στον Χριστό με παρακλήσεις στην Παναγία, παντού. Και στα μετόπισθεν ξενυχτούσαν οι άνθρωποι πλέκοντας με τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής και προσευχόμενοι.
«Δικαιοσύνη υψοί έθνος, ελασσονούσι δε φυλάς αμαρτίαι» εδώ λέει ο παροιμιαστής στην Παλαιά Διαθήκη. Η δικαιοσύνη, το ήθος, η καθαρότητα, η αγιότητα εξυψώνει ένα έθνος και εξαφανίζουν, εξαφανίζονται ολόκληρες φυλές ένεκα των αμαρτιών τους. Οι αμαρτίες εξαφανίζουν έθνη και ολόκληρους λαούς.
Ζούμε στη φάση της αρχής της εξαφάνισης. Οι μετανάστες που έρχονται σωρηδόν στην πατρίδα μας από περιοχές που πλήττονται από το πόλεμο ή όχι αλλοιώνουν το θρησκευτικό ομοιόμορφο Ελληνικό στοιχείο, αλλοιώνουν τα ήθη και τα έθιμά μας και ο ξενόφερτος τρόπος δυτικής ζωής έχει ισοπεδώσει ήδη παραδόσεις.
Να πω δυο πρακτικά; Ξεκίνησαν τα κατηχητικά σχολεία στις ενορίες μας. Στείλτε τα παιδιά σας, τα εγγόνια σας. Κάντε μια προσπάθεια. Κάντε και προσευχή. Τα παιδιά πηγαίνουν παντού, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ταεκβοντο, ρομποτική. Τα πάντα. Δεν ξέρουμε να ξεχωρίζουν τον Χριστό και την Παναγία. Δεν ξέρω τι γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα και τι γιορτάζουμε το Πάσχα. Κι αν γίνει κάτι δεν θα ξέρουν να απευθυνθούν στην Γλυκιά Παναγιά. Δεν θα τα έχουμε μάθει να γονατίζουν, να προσεύχονται. Δεν θα έχουν ελπίδα, καταφύγιο, παρηγοριά. Και μεταξύ μας να αφήσουμε τα μίση, τις έχθρες και να ζήσουμε σαν Σώμα Χριστού με αγάπη, με παραχώρηση και να σκεφτούμε ότι παραλάβαμε μια παρακαταθήκη των ηρώων αυτών και πρέπει να την κρατήσουμε.»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου