12 καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, 13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. 14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑ-αυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. 15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, 16 καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. 17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; 18 οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; 19 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
12 Καί τήν ὥρα πού ἔμπαινε σέ κάποιο χωριό, τόν συνάντησαν δέκα λεπροί ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν ἀπό μακριά, ἐπειδή σύμφωνα μέ τό νόμο κάθε λεπρός θεωροῦνταν ἀκάθαρτος καί δέν τοῦ ἐπιτρεπόταν νά πλησιάσει κανέναν. 13 Κι αὐτοί ἄρχισαν νά τοῦ φωνάζουν δυνατά: Ἰησοῦ, Κύριε, σπλαχνίσου μας καί θεράπευσέ μας. 14 Βλέποντάς τους ἐκεῖνος τούς εἶπε: Πηγαίνετε καί δεῖξτε τό σῶμα σας στούς ἱερεῖς, γιά νά βεβαιώσουν ἄν πράγματι θεραπευθήκατε, σύμφωνα μέ τή διάταξη τοῦ νόμου. Καί καθώς αὐτοί πήγαιναν νά ἐξεταστοῦν ἀπό τούς ἱερεῖς, καθαρίστηκαν ἀπό τή λέπρα. 15 Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, μόλις εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε καί μέ δυνατή φωνή ἐκφράζοντας τή χαρά καί τήν εὐγνωμοσύνη του δόξαζε τόν Θεό πού τόν θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. 16 Ἔπεσε τότε μέ τό πρόσωπο κάτω στή γῆ κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τόν εὐχαριστοῦσε. Καί αὐτός ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδή σχισματικός καί λιγότερο φωτισμένος ἀπό τούς Ἰουδαίους. Συνεπῶς κανείς δέν θά περίμενε νά δείξει αὐτός μιά τέτοια εὐγνωμοσύνη πού δέν ἔδειξαν οἱ ἄλλοι ἐννέα, πού ἦταν Ἰσραηλίτες. 17 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Δέν καθαρίστηκαν ἀπό τή λέπρα καί οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι; 18 Χάθηκαν νά γυρίσουν πίσω καί νά δοξάσουν τόν Θεό, παρά μόνο ὁ ξένος αὐτός, πού δέν ἀνήκει στό γνήσιο ἰουδαϊκό γένος; 19 Καί σ’ αὐτόν εἶπε: Σήκω καί πήγαινε. Ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε. Δέν θεράπευσε μόνο τό σῶμα σου, ἀλλά ἀποτελεῖ καί καλή ἀρχή πού θά σέ ὁδηγήσει καί στήν πνευματική σου σωτηρία.
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Ἀνάξιοι νὰ πλησιάσουμε
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα μᾶς περιγράφει μιὰ φρικτὴ σκηνή. Δέκα λεπροὶ ἄνθρωποι, δέκα ζωντανοὶ νεκροί, συνάντησαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καθὼς Ἐκεῖνος εἰσερχόταν σὲ μιὰ κωμόπολη κοντὰ στὰ σύνορα τῆς Σαμάρειας καὶ τῆς Γαλιλαίας. Στάθηκαν «πόρρωθεν», δηλαδὴ ἀπὸ μακριά. Πόσο θὰ ἤθελαν νὰ Τὸν πλησιάσουν, νὰ πέσουν στὰ πόδια του, νὰ Τὸν παρακαλέσουν. Συναισθανόμενοι ὅμως τὴν ἀσθένειά τους παρέμειναν μακριά. Λόγῳ τῆς ἀσθένειας δὲν τοὺς ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τὸν Νόμο νὰ πλησιάζουν ὑγιεῖς ἀνθρώπους. Ἀπὸ μακριὰ λοιπὸν ἄρχισαν νὰ φωνάζουν μὲ ὅλη τὴν ἔνταση τῆς φωνῆς τους: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς»! Ἰησοῦ, Κύριε, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας!
Εἶναι πολὺ διδακτικὴ ἡ συμπεριφορὰ τῶν δέκα λεπρῶν γιὰ ὅλους μας. Διότι ὅλοι μας λίγο – πολὺ εἴμαστε ἀσθενεῖς, ἀκάθαρτοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, μολυσμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὅπως λοιπὸν οἱ δέκα λεπροὶ συναισθανόμενοι τὴν ἀσθένειά τους ἱκέτευσαν τὸν Κύριο ἀπὸ μακριά, ἀντίστοιχα κι ἐμεῖς ἂς συναισθανόμαστε τὴν ἀσθένειά μας, τὴν ἁμαρτωλότητα, τὴν ἀθλιότητά μας κι ἂς ἱκετεύουμε τὸν Κύριο κατὰ τὴν προσευχή μας χωρὶς ἀέρα καὶ θράσος, ἀλλὰ μὲ ταπεινὸ φρόνημα, μὲ συστολὴ καὶ εὐλάβεια, ὅπως ὁ Τελώνης τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος «μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι» (Λουκ. ιη΄ 13). Στάθηκε μακριὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, χωρὶς νὰ τολμήσει οὔτε τὰ μάτια του νὰ ὑψώσει στὸν Οὐρανό.
2. Ἐννιὰ στοὺς δέκα
Ὁ Κύριος χάρισε τὴν ἴαση στοὺς ταλαιπωρημένους αὐτοὺς ἀνθρώπους μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Τοὺς ἔδωσε τὸ πολυπόθητο δῶρο ποὺ ζητοῦσαν, τοὺς ἔκανε τὴ μεγάλη εὐεργεσία τῆς θεραπείας. Ἄλλαξε πλέον ἡ ζωή τους. Ἐξαλείφθηκαν οἱ πληγὲς ἀπὸ τὸ σῶμα τους, ἔσβησαν οἱ πόνοι, χάθηκε ἡ ἀπελπισία. Θὰ μποροῦσαν τώρα νὰ πλησιάσουν τοὺς ἀνθρώπους. Νὰ προσεγγίσουν τὸν Χριστό, καθαροὶ καθὼς ἦταν, νὰ Τὸν ἀγγίξουν, νὰ Τὸν εὐχαριστήσουν γιὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τους.
Τί κρίμα ὅμως! Οἱ ἐννέα ἀπὸ αὐτοὺς ξέχασαν πολὺ σύντομα τὸν μεγάλο Εὐεργέτη τους. Οὔτε ἕνα «εὐχαριστῶ» δὲν γύρισαν νὰ Τοῦ ποῦν, οὔτε ἔστω ἀπὸ μακριά. Μόνο ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἐπέστρεψε. Ὁ Κύριος ἐξέφρασε τότε τὸν πόνο του γιὰ τὴν ἀχαριστία, τὴ δυσθεράπευτη αὐτὴ ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» Δὲν καθαρίσθηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι; Δὲν σκέφθηκαν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεό;
Κάτι ἀντίστοιχο ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ συμβεῖ καὶ μ᾿ ἐμᾶς. Δηλαδή, ἐνῶ εὔκολα ἱκετεύουμε τὸν Κύριο γιὰ τὰ αἰτήματά μας καὶ τὶς ἀνάγκες μας, ἴσως κάποτε ἀμελοῦμε νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε, νὰ Τοῦ ἐκφράσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας γιὰ τὰ πλούσια δῶρα ποὺ μᾶς προσφέρει. Μπορεῖ νὰ γκρινιάξουμε, ἢ νὰ γογγύσουμε σὲ κάποια δυσκολία, ἢ νὰ δυσφορήσουμε ὅταν κάτι μᾶς λείπει, παραθεωρώντας αὐτὰ ποὺ ἤδη ἔχουμε. Ὁ κίνδυνος νὰ φερθοῦμε μὲ ἀχαριστία εἶναι σοβαρός. Τὸ ποσοστὸ εἶναι μεγάλο· ἐννιὰ στοὺς δέκα!
3. Ὁ «ἀλλογενὴς»
Εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ, ὡστόσο, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πρώην λεπρούς. Μόλις εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε καὶ ἐκφράζοντας τὴν εὐγνωμοσύνη του ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ Τὸν εὐχαριστοῦσε. Αὐτὸ ποὺ κάνει ὅμως ἐντύπωση εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ «ἀλλογενής», ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ Χριστός, καὶ ἀλλόθρησκος. Κανεὶς δὲν θὰ περίμενε ἀπὸ ἕνα Σαμαρείτη νὰ δείξει τέτοια εὐγνωμοσύνη, ποὺ δὲν ἔδειξαν οἱ ἐννέα Ἰσραηλίτες, ἄνθρωποι φωτισμένοι ἀπὸ τὸν Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Σαμαρείτης ἔλαβε τὸν δίκαιο ἔπαινο τοῦ Κυρίου.
Κάτι ἀντίστοιχο ἐπαναλαμβάνεται συχνὰ καὶ στὴν ἐποχή μας. Συμβαίνει κάποτε ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν γνωρίσει ἀκόμη τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ συμπεριφέρονται μὲ ἀνθρωπιὰ καὶ αὐτοθυσία, νὰ ἐλεοῦν πτωχούς, νὰ ἐργάζονται τίμια, χωρὶς νὰ ἔχουν μελετήσει ποτὲ τὸ Εὐαγγέλιο ἢ νὰ ἔχουν ἀκούσει σχετικὲς ὁμιλίες. Ὑπακοῦν στὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, ἡ ὁποία τοὺς πληροφορεῖ ἐσωτερικὰ τί εἶναι καλὸ καὶ τί δὲν εἶναι. Ἀποδεικνύονται ἔτσι πιὸ γνήσιοι μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἀπὸ ἀρκετοὺς Χριστιανοὺς ποὺ τὰ γνωρίζουν αὐτὰ στὴ θεωρία, ἀλλὰ στὴν πράξη δυσκολεύονται νὰ τὰ ἐφαρμόσουν.
Ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸν «ἀλλογενὴ» Σαμαρείτη τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἂς μιμηθοῦμε τὴν εὐγνωμοσύνη του, ὄχι μόνο ἀπέναντι στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ στὶς σχέσεις μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Ἂς ἐφαρμόσουμε τὴν τόσο ὄμορφη αὐτὴ ἀρετή, ἡ ὁποία σκορπίζει ζεστασιά, μᾶς φέρνει κοντὰ τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ μας καὶ μᾶς πλησιάζει στὸν Θεό· τὴ σπάνια ἀρετὴ τῆς εὐγνωμοσύνης, ποὺ μπορεῖ νὰ μετατρέψει τὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία, τὸν κόσμο μας σὲ ἐπίγειο Παράδεισο!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου