17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστίν, ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. 23 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. 30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
17 Τότε ἕνας μέσα ἀπ’ τό πλῆθος τοῦ ἀποκρίθηκε: Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τόν γιό μου πού ἔχει καταληφθεῖ ἀπό δαιμονικό πνεῦμα, πού τοῦ πῆρε καί τή λαλιά. 18 Καί σ’ ὅποιο μέρος τόν πιάσει, τόν ρίχνει κάτω, κι ἀφρίζει καί τρίζει τά δόντια του καί μένει ξερός κι ἀναίσθητος. Εἶπα στούς μαθητές σου νά τό βγάλουν, ἀλλά δέν μπόρεσαν. 19 Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: Ὤ γενιά πού τόσα θαύματα εἶδες καί εἶσαι ἀκόμη ἄπιστη! Ἕως πότε θά εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ. Καί τόν ἔφεραν κοντά του. 20 Κι ὅταν τό πονηρό πνεῦμα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀμέσως τάραξε μέ σπασμούς τόν νέο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔπεσε κάτω στή γῆ, κυλιόταν κι ἔβγαζε ἀφρούς ἀπ’ τό στόμα του. 21 Τότε ρώτησε ὁ Κύριος τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ: Πόσος καιρός εἶναι ἀπό τότε πού τοῦ συμβαίνει αὐτό; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: Ἀπό μικρό παιδί. 22 Πολλές φορές μάλιστα τόν ἔριξε καί στή φωτιά καί στά νερά γιά νά τοῦ πάρει τή ζωή. Ἀλλά ἐάν μπορεῖς νά κάνεις κάτι, λυπήσου μας καί βοήθησέ μας. 23 Ὁ Ἰησοῦς τότε τοῦ εἶπε τό ἑξῆς: Ἐσύ ἐάν μπορεῖς νά πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατά σ’ ἐκεῖνον πού πιστεύει. 24 Κι ἀμέσως φώναξε δυνατά ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ μέ δάκρυα καί εἶπε: Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τή δύναμη νά μέ βοηθήσεις. Βοήθησέ με ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπ’ τήν ὀλιγοπιστία μου καί ἀναπλήρωσε ἐσύ τήν ἔλλειψη τῆς πίστεώς μου. 25 Ὅταν λοιπόν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἔτρεχε ἐκεῖ καί μαζευόταν πολύς λαός, πρόσταξε αὐστηρά τό ἀκάθαρτο δαιμονικό πνεῦμα καί τοῦ εἶπε: Πνεῦμα ἄλαλο καί κουφό, ἐγώ σέ διατάζω, βγές ἀπ’ αὐτόν καί μήν ξαναμπεῖς ποτέ πιά μέσα του. 26 Τότε τό πονηρό πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατά καί συντάραξε τό παιδί, βγῆκε. Κι ὁ νέος ἔγινε σάν νεκρός, ὥστε πολλοί νά λένε ὅτι πέθανε. 27 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τόν ἔπιασε ἀπ’ τό χέρι καί τόν σήκωσε· κι ἐκεῖνος στάθηκε ὄρθιος. 28 Ὅταν κατόπιν ὁ Κύριος μπῆκε σέ κάποιο σπίτι, τόν ρωτοῦσαν ἰδιαιτέρως οἱ μαθητές του: Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε τό πονηρό πνεῦμα; 29 Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: Αὐτό τό εἶδος τοῦ δαιμονίου δέν βγαίνει μέ τίποτε ἄλλο παρά μέ προσευχή πού συνοδεύεται μέ νηστεία, ὥστε ἡ προσευχή νά γίνεται μέ διάνοια ὅσο τό δυνατόν ἐλαφρότερη καί περισσότερο προσηλωμένη στόν Θεό. 30 Κι ἀφοῦ βγῆκαν ἀπό ἐκεῖ, προχωροῦσαν ἀθόρυβα διασχίζοντας τή Γαλιλαία, ἀκολουθώντας τή δυτική ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου. Καί δέν ἤθελε νά μάθει κανείς ὅτι περνοῦσαν ἀπό ἐκεῖ. 31 Διότι ἤθελε νά μένει μόνος του μαζί μέ τούς μαθητές του, τούς ὁποίους συστηματικά πλέον δίδασκε καί τούς ἔλεγε ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, θά παραδοθεῖ μετά ἀπό λίγο στά χέρια ἀνθρώπων, κι αὐτοί θά τόν θανατώσουν. Κι ἀφοῦ πεθάνει, τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό θάνατό του θά ἀναστηθεῖ.
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Τὰ παιδιά μας στὸν Χριστὸ
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, μᾶς περιέγραψε τὸ δράμα ἑνὸς βασανισμένου πατέρα, ὁ ὁποῖος ὁδήγησε τὸ παιδί του στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ γιὰ νὰ ζητήσει βοήθεια. Ὁ γιός του εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ δαιμονικὸ πνεῦμα. Τὸ δαιμόνιο, ποὺ ἦταν ἰδιαίτερα σκληρὸ καὶ εἶχε κυριεύσει τὸν νέο ἀπὸ μικρὸ παιδί, τὸν ἔκανε νὰ ἀφρίζει, νὰ τρίζει τὰ δόντια του καὶ τὸν ἄφηνε ἀναίσθητο. Ὁ Κύριος ζήτησε νὰ ὁδηγήσουν τὸν νέο κοντά Του: «φέρετε αὐτὸν πρός με». Ὅταν τὸν πλησίασαν στὸν Χριστό, τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἄρχισε νὰ ταράζει μὲ σπασμοὺς τὸν νέο, τὸν ἔκανε νὰ πέσει κάτω, νὰ κυλιέται στὴ γῆ καὶ νὰ βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος δὲν ταλαιπωροῦσε μόνο τὸν συγκεκριμένο νέο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Σὲ κάθε ἐποχή, καὶ ἰδιαίτερα στὴ σημερινὴ ἀποστατημένη κοινωνία μας, ἀσκεῖ ἔντονη ἐπιρροὴ στοὺς νέους. Ὄχι ἀπαραίτητα μὲ δαιμονισμό, ὅπως ἐκεῖνο τὸν νέο, ἀλλὰ μὲ ποικίλους πειρασμούς. Τοὺς πολιορκεῖ ἀσταμάτητα· τοὺς παρασύρει «παιδιόθεν», ἀπὸ τὴ μικρή τους ἀκόμη ἡλικία, στὸν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας· τοὺς βυθίζει στὴν ἀνηθικότητα. Ὅσα παιδιὰ μεγαλώνουν μακριὰ ἀπὸ τὴ Χάρι τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἱερὰ Μυστήρια, εἶναι πολὺ εὐάλωτα στοὺς πειρασμοὺς αὐτούς.
Ἡ προτροπὴ λοιπὸν τοῦ Κυρίου, «φέρετε αὐτὸν πρός με», ἀπευθύνεται καὶ στοὺς γονεῖς κάθε ἐποχῆς, παρακινώντας τους νὰ ὁδηγοῦν σ᾿ Ἐκεῖνον τὰ παιδιά τους. Πιὸ πρακτικὰ αὐτὸ σημαίνει νὰ τὰ ὁδηγοῦν στὴν Ἐκκλησία, στὸ Κατηχητικὸ Σχολεῖο, στὴ χριστιανικὴ κατασκήνωση, στὰ ἱερὰ Μυστήρια, ὥστε ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου νὰ τὰ προστατεύει, νὰ τὰ διαφυλάσσει ἀπὸ τὰ «πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ» (Ἐφ. ϛ΄ 16), νὰ τὰ ἐξαγιάζει.
2. Ὁ ἀπόλυτος Ἐξουσιαστὴς
Ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε στὴν ἱκεσία τοῦ πονεμένου πατέρα καὶ ἐλευθέρωσε τὸν νέο ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαίμονα μ’ ἕνα του πρόσταγμα: «τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν». Πνεῦμα ἄλαλο καὶ κουφό, ἐγὼ σὲ διατάζω, βγὲς ἀπὸ αὐτὸν καὶ μὴν ξαναμπεῖς ποτὲ πλέον μέσα του. Τότε τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατὰ καὶ συντάραξε τὸν νέο, ἐξῆλθε. Ἡ περιγραφὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελιστῆ συγκλονίζει. Φανερώνει τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Κυρίου. Τὸ ρῆμα «ἐπιτάσσω», αὐτὸ ἀκριβῶς δηλώνει, τὴν πλήρη κυριαρχία τοῦ Χριστοῦ στὰ δαιμονικὰ πνεύματα. Ὁ δαίμονας δὲν ἀντιστάθηκε, ἀλλὰ ὑπάκουσε στὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου καὶ ἐγκατέλειψε ἀμέσως τὸ θύμα του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου. «Μετὰ σοῦ ἡ ἀρχὴ ἐν ἡμέρᾳ τῆς δυνάμεώς σου» (Ψαλ. ρθ΄ [109] 3), προφητεύει αἰῶνες προηγουμένως ὁ βασιλιὰς Δαβίδ. Ἡ ἐξουσία ποὺ θὰ ἀσκήσεις, Κύριε, ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἐμφανίσεώς σου εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς ἴδιας τῆς θεϊκῆς σου φύσεως. Γι᾿ αὐτὸ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὑποτάσσεται κάθε ἄλλη ἐξουσία. Μπροστά Του δὲν ἔχει καμιὰ δύναμη ὁ διάβολος. Ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς δὲν φοβᾶται τὶς δυνάμεις τοῦ διαβόλου, τὰ μάγια, τὶς βασκανίες, οὔτε σκιάζεται ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς τοῦ πονηροῦ. Ἀρκεῖ νὰ ζεῖ πνευματικά, νὰ ἔχει ζωντανὴ σχέση μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἀπόλυτο Ἐξουσιαστὴ τῶν «ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλιπ. β΄ 10).
3. Μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία
Οἱ Μαθητὲς πλησίασαν ἀργότερα τὸν Κύριο καὶ Τὸν ρώτησαν γιατί οἱ ἴδιοι δὲν εἶχαν μπορέσει νωρίτερα νὰ βγάλουν τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸν νέο. Ὁ δὲ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποκρίθηκε ὅτι εἰδικὰ αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν σκληρῶν δαιμόνων, σὰν κι αὐτὸ ποὺ εἶχε κυριεύσει τὸν νέο, δὲν βγαίνει μὲ ἄλλον τρόπο, παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ νηστεία: «Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ».
Ὁ Κύριος μᾶς παραθέτει ἐδῶ δύο πνευματικὰ ὅπλα γιὰ τὸν ἀόρατο πόλεμο ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ τῶν παγίδων του· αὐτὰ εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία. Ἔχει μάλιστα σημασία τὸ ὅτι μαζὶ τὰ ἀνέφερε ὁ Χριστός. Καὶ αὐτό, διότι ἡ προσευχὴ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴ νηστεία. Ἡ νηστεία, ὁ περιορισμὸς τῆς ὑλικῆς τροφῆς, ἀνυψώνει, κάνει διαυγέστερη τὴν προσευχή, ἡ δὲ προσευχὴ τρέφει τὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τὸν ὁποῖο ἰδιαιτέρως τιμοῦμε σήμερα: «προσευχή ἐστι τροφὴ ψυχῆς» («Κλῖμαξ», Λόγος ΚΗ΄, α΄). Στερούμαστε δηλαδὴ μὲ τὴ νηστεία κάποιες ὑλικὲς τροφές, γιὰ νὰ τραφεῖ τελικὰ ἡ ψυχή μας μὲ τὴν προσευχή, ὥστε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό. Πόσο δυνατὸς γίνεται ὁ πιστὸς ποὺ συνδυάζει τὴν προσευχὴ μὲ τὴ νηστεία! Εἶναι ἄτρωτος ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ, εὐκίνητος στὸν πνευματικό του ἀγώνα, ἔμπλεος θείας Χάριτος.
Ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι περίοδος προσευχῆς καὶ νηστείας. Ἂς ἐπιμελούμαστε τὰ μέσα αὐτὰ ποὺ μᾶς ὑπέδειξε σήμερα ὁ Κύριος. Ἂς εἴμαστε πρόθυμοι στὴν προσευχὴ καὶ ἀγωνιστικοὶ στὴ νηστεία, ὥστε νὰ γευόμαστε διαρκῶς τὴν πνευματικὴ τροφὴ καὶ τρυφὴ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου