Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ – Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 19 Ὀκτωβρίου 2025

 

Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ – Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 19 Ὀκτωβρίου 2025

Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 19 Ὀκτωβρίου 2025, Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ζ΄ 11-16)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συν­επορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογε­νὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐ­τῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσ­ελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀν­εκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔ­δω­­κεν αὐτὸν τῇ μη­τρὶ αὐ­­τοῦ. ἔλαβε δὲ ­φό­­­βος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγον­τες ὅτι προ­φή­της μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Συμπόνια στὸ πένθος

Μιὰ ὀδυνηρὴ σκηνὴ μᾶς περιγράφει τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Μιὰ πομπὴ ἀνθρώπων συνοδεύουν ἕνα νεκρὸ μέσα σὲ φέρετρο γιὰ νὰ τὸν ἀποθέσουν στὸ κοιμητήριο τῆς πόλεως Ναῒν τῆς Γαλιλαίας. Ὁ νεκρὸς μάλιστα εἶναι νέος στὴν ἡλικία καὶ ἐπιπλέον μονάκριβο παιδὶ γιὰ τὴ μάνα του, ἡ ὁποία εἶναι ἤδη χήρα· δύο φορὲς πενθούσα. Ὁ πόνος της εἶναι ἀβάστακτος. Ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς σημειώνει ὅτι «ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ». Δηλαδή, κοντὰ στὴ μάνα βρίσκεται πολὺς κόσμος ἀπὸ τὴν πόλη. Δὲν τὴν ἀφήνουν μόνη στὸ πένθος της. Τὴ συνοδεύουν καὶ παρακολουθοῦν μὲ συμπόνια τὴν κηδεία. Ἀσφαλῶς, ἡ παρουσία τοῦ πλήθους εἶναι μιὰ παρηγοριὰ γιὰ τὴν πονεμένη χήρα μάνα· μιὰ μικρὴ συμπαράσταση.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ προσφέρουμε κι ἐμεῖς παρηγοριὰ σὲ πενθοῦντες ἀδελφούς μας. Μὲ τὴ διακριτικὴ παρουσία μας στὸ πένθος τους ἐκφράζουμε τὴ συμπόνια μας, τὴν κατανόησή μας, τὴ διάθεσή μας νὰ προσφέρουμε κάθε δυνατὴ βοήθεια. Ὁ πόνος τοῦ θανάτου ἑνὸς προσ­φιλοῦς προσώπου εἶναι πάντοτε μεγάλος. Ὅμως ἡ παρουσία ἀδελφῶν πνευματικῶν στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πένθους τὸν μαλακώνει. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ὑπογραμμίζει ὅτι «θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν» (Ἰακ. α΄ 27). Δηλαδή, γνώρισμα τῆς καθαρῆς καὶ ἀμόλυντης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θρησκείας εἶναι αὐτό: νὰ ἐπισκέπτεται ὁ ἄνθρωπος τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες, γιὰ νὰ τὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ τὰ προστατεύει στὴ θλίψη τους.

2. Ὁ Ἐξουσιαστὴς τοῦ θανάτου

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς Μαθητές του καὶ πλῆθος κόσμου πορεύονται πρὸς τὴ Ναΐν. Στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως συναν­τοῦν τὴ νεκρικὴ πομπή. Ὁ ὀδυρμὸς τῆς μάνας σχίζει τὴ σιωπή. Ὁ Κύριος τότε ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτὴν καὶ τῆς λέει ἕναν παράδοξο λόγο: «Μὴ κλαῖε». Μὴν κλαῖς. Ἡσύχασε. «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν κλαίει στὴν κηδεία τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της;», θὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὅμως ἔχει σημασία. Γνωρίζει καλὰ τὸ θαῦμα ποὺ πρόκειται ν᾿ ἀκολουθήσει. Εἶναι λοιπὸν σὰν νὰ τῆς λέει: «Μὴν κλαῖς, διότι ὁ γιός σου σὲ λίγο θὰ ζεῖ».

Ὅπως καὶ ἔγινε. Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια ἄγγιξε τὸ φέρετρο, ἀπευθύνθηκε στὸν νεκρὸ νέο καὶ τὸν διέταξε ἐπιτακτικά: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». Νεαρέ, σὲ σένα ὁμιλῶ, σήκω ἐπάνω! Καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη πρὸς ἔκπληξη ὅλων σηκώθηκε τὸ νεκρὸ παιδὶ καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ. Ὁ δὲ Κύριος τὸ παρέδωσε στὴ μητέρα του. Ἔμφοβοι τότε οἱ παρευρισκόμενοι δόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγαν ὅτι μεγάλο Προφήτη ἔστειλε στὸν λαό του.

«Μὴ κλαῖε». Αὐτὸ τὸν λόγο λέει καὶ σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος: «Μὴν κλαῖς, ἡσύχασε, διότι ὁ ἄνθρωπός σου δὲν χάθηκε γιὰ πάν­τα. Ὁ χωρισμὸς εἶναι προσωρινός». Εἶναι ἀσφαλῶς φυσικὸ καὶ ἀνθρώπινο νὰ πενθοῦμε, νὰ πονοῦμε, ἴσως καὶ νὰ κλαῖμε κάποτε γιὰ τὴν ἀπώλεια κάποιου ἀγαπημένου προσώπου. Ὅσο ὅμως κι ἂν μᾶς πονεῖ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπό μας, δὲν ἀπελπιζόμαστε «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. δ΄ 13)· ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν. Δὲν ἀφήνουμε τὴ λύπη νὰ μᾶς παραλύει, ἢ νὰ μᾶς ὠθεῖ σὲ ὀλιγοπιστία καὶ γογγυσμὸ κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἢ σὲ δυσ­πιστία γιὰ τὴ θεία Πρόνοιά του, διότι ὁ Κύριος εἶναι ὁ Ἐξουσιαστὴς τοῦ θανάτου.

Μέχρι τὴ συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ τὸν νεκρὸ νέο τῆς Ναῒν ὁ θάνατος ὑπῆρξε θηρίο ἀδάμαστο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Μπροστά του ὑποτάσσονταν ὅλοι· βασιλεῖς καὶ στρατιῶτες, πλούσιοι καὶ φτωχοί, δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοί. Προκαλοῦσε φόβο, θλίψη, ταραχὴ καὶ μόνο ἡ σκέψη του. Στὴν πύλη τῆς Ναῒν ὅμως ἀναμετρήθηκε ὁ θάνατος μὲ τὴ Ζωή· μὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Αὐτοζωή. Ὁ δὲ Κύριος ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. «Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον θάνατος, ἀλλὰ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ θανάτου ἔχει», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Μᾶλλον καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἔχει ἀφαιρεθεῖ. «Οὐκέτι γὰρ οὐδὲ θάνατον αὐτὸν προσαγορεύομεν, ἀλλὰ κοίμησιν καὶ ὕπνον» (ΕΠΕ 3, 252). Διότι δὲν τὸν ὀνομάζουμε πλέον θάνατο, ἀλλὰ κοίμηση καὶ ὕπνο.

Ὁ ἐξουσιαστικὸς λόγος τοῦ Κυρίου στὸν νεκρὸ νέο εἶναι ἕνα προανάκρουσμα τῆς ὁριστικῆς συντριβῆς τοῦ θανάτου. Ἕνα προοίμιο τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Οἱ πιστοὶ πλέον ἔχουμε ἐλπίδα. Ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι οἱ κεκοιμημένοι μας συνεχίζουν νὰ ζοῦν καὶ ὅτι θὰ ἔλθει κάποτε ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν κι ἐκεῖνοι καὶ ὅλοι μας. Ὁμολογοῦμε μάλιστα τὴ βεβαιότητά μας αὐτὴ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλον­τος αἰῶνος». Διατηροῦμε δὲ ζωντανὴ μέσα μας τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καὶ τὴν προσδοκία τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Σχόλια