Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 9 Νοεμβρίου 2025, Z΄ Λουκᾶ (Λουκ. η΄ 41-56)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Ἡ εὐεργεσία τοῦ πόνου
Τὸ δράμα δύο ἀνθρώπων μᾶς περιέγραψε ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα· τὸν ἀβάσταχτο πόνο τους, τὴν ὀδύνη ποὺ ξεχείλιζε ἀπὸ τὴν καρδιά τους. Ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος, ἔβλεπε τὸ παιδί του, τὴ μονάκριβη δωδεκάχρονη κόρη του ἀσθενὴ νὰ παλεύει μὲ τὸν θάνατο. Ἡ δεύτερη, μιὰ γυναίκα ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία ἐπὶ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια. Εἶχε ξοδέψει ὅλα τὰ χρήματά της στοὺς γιατρούς, χωρὶς ἀποτέλεσμα.
Οἱ δύο αὐτοὶ πονεμένοι ἄνθρωποι ἀναζήτησαν στήριγμα καὶ βοήθεια στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Κατέφυγαν στὸν φιλάνθρωπο καὶ θαυματουργὸ Διδάσκαλο, γιὰ νὰ βροῦν τὴ χαμένη ἐλπίδα τους καὶ νὰ λάβουν τὴν ἴαση. Ὁ μὲν Ἰάειρος «πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ». Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ Τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἐπισκεφθεῖ στὸ σπίτι τὴν ἀσθενὴ κόρη του. Ἡ δὲ αἱμορροούσα «προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ». Τὸν πλησίασε καὶ ἄγγιξε μόνο τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του.
Ὁ πόνος ἀσφαλῶς δὲν εἶναι εὐχάριστο συναίσθημα. Ὅλοι μας τὸν ἀποστρεφόμαστε καὶ τὸν ἀποφεύγουμε. Ἔχει ὅμως κάποτε εὐεργετικὴ ἐπίδραση στὴν ψυχή μας. Διότι μᾶς βοηθεῖ νὰ κατανοήσουμε τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας καὶ νὰ καταφύγουμε στὸν Κύριο. Προσπίπτουμε τότε γονατιστοὶ ἐνώπιόν Του, Τοῦ καταθέτουμε τὴ δυσκολία μας καὶ ζητοῦμε τὴ θεία ἐπέμβασή του. Ὁ πόνος συχνὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὸν Χριστό, μᾶς στρέφει στὸν οὐρανό.
2. Ἄγγιγμα ἐσωτερικὸ
Καθὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κατευθυνόταν πρὸς τὸ σπίτι τοῦ Ἰάειρου, πλῆθος ἀνθρώπων Τὸν περιέβαλλε ἀσφυκτικά. Ἀνάμεσά τους καὶ ἡ αἱμορροούσα γυναίκα, ἡ ὁποία Τὸν πλησίασε διακριτικὰ καὶ ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του. Πίστευε ἀκράδαντα ὅτι ἀρκοῦσε καὶ μόνο αὐτὸ τὸ ἄγγιγμα γιὰ νὰ τὴ θεραπεύσει. Πράγματι, τὴ στιγμὴ ἐκείνη σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Ὁ Κύριος τότε ρώτησε: «Ποιός μὲ ἄγγιξε;» Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τριγύρω ἀρνοῦνταν, ἀπάντησαν οἱ Μαθητές: «Διδάσκαλε, τόσος κόσμος Σὲ πιέζει ἀσφυκτικὰ καὶ ρωτᾶς, ποιός μὲ ἄγγιξε;» Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε: «Κάποιος μὲ ἄγγιξε, διότι ἔνιωσα δύναμη θαυματουργικὴ νὰ βγαίνει ἀπὸ Ἐμένα».
Τὸ ἄγγιγμα τοῦ πλήθους ἦταν διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ τῆς αἱμορροούσας. Τὸ πλῆθος ἀκουμποῦσε ἐπὶ ὥρα τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου· Τὸν ἄγγιζε ἐξωτερικά. Ἡ γυναίκα δὲν ἄγγιξε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, παρὰ μόνο τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του καὶ μάλιστα στιγμιαῖα. Τὸν ἄγγιξε ὅμως ἐσωτερικὰ μὲ τὴ θερμὴ πίστη καὶ τὴν καρδιά της. Ὁ Κύριος λοιπὸν τὴν ἐπαίνεσε γι᾿ αὐτὸ καὶ τῆς χάρισε τὴ θεραπεία.
Τὸν Θεὸ δὲν Τὸν ἀγγίζει κανεὶς ἐξωτερικά, μὲ τὰ χέρια. Δὲν ἀρκεῖ μιὰ ἁπλὴ ἁφὴ γιὰ νὰ ἑλκύσει τὴ Χάρι καὶ τὴν εὐλογία του. Οὔτε ἀκόμη ἡ θεία Μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματός του κατὰ τὸ φοβερὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ μόνη της εἶναι ἀρκετή, ἂν δὲν ὑπάρχει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου πίστη θερμή, «καρδία ζῶσα». Τὸν Θεὸ Τὸν ἀγγίζει κανεὶς μὲ τὴν πίστη, Τὸν ψηλαφᾶ ἐσωτερικὰ μὲ τὴν καρδιά. Μόνο τότε νιώθει τὴν παρουσία του καὶ δέχεται τὴ θεία δύναμή του.
3. Ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του
Μόλις ὁ Χριστὸς θεράπευσε τὴν αἱμορροούσα, κατέφθασε κάποιος καὶ πληροφόρησε τὸν ἀρχισυνάγωγο ὅτι ἡ κόρη του εἶχε πεθάνει. Ἀκούγοντας τὴν εἴδηση ὁ Κύριος, εἶπε στὸν Ἰάειρο: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται». Μὴ φοβᾶσαι· μόνο νὰ πιστεύεις, καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη σου. Μετέβη κατόπιν στὸ σπίτι τῆς νεκρῆς καὶ εἶδε ἐκεῖ ἀνθρώπους νὰ θρηνοῦν γιὰ τὸν θάνατό της. Ὁ Ἰησοῦς τότε τοὺς εἶπε ὅτι ἡ μικρὴ κόρη δὲν εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ κοιμόταν. Ἐκεῖνοι ὡστόσο «κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν». Ἄρχισαν νὰ Τὸν περιγελοῦν καὶ νὰ Τὸν εἰρωνεύονται, διότι ἦταν ἀπόλυτα βέβαιοι γιὰ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ.
Ἀσφαλῶς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ποὺ ζοῦσαν στὴν Καπερναούμ, εἶχαν πληροφορηθεῖ τὰ πάμπολλα θαύματα τοῦ Κυρίου καὶ εἶχαν ἀκούσει τὶς θεῖες διδασκαλίες του. Θὰ ἔπρεπε συνεπῶς νὰ ἐμπιστευθοῦν κι αὐτὸ τὸν λόγο του, παρόλο ποὺ φαινόταν παράδοξος, ἢ ἔστω νὰ ἐκφράσουν μὲ εὐγένεια τὴν ἀπορία τους· ὄχι ὅμως νὰ Τὸν περιγελάσουν. Αὐτοὶ ἀντίθετα θέλησαν νὰ γελοιοποιήσουν τὸν Χριστὸ καὶ τελικὰ οἱ ἴδιοι ἐκτέθηκαν ἀπὸ ὅσα ἀκολούθησαν. Διότι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ μπῆκε στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ φώναξε: «Ἡ παῖς, ἐγείρου»! Κόρη, σήκω ἐπάνω! Τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὸ παιδὶ ἀναστήθηκε.
Ἴσως καὶ σ᾿ ἐμᾶς κάποτε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ν᾿ ἀκούγονται παράδοξα ἢ ἀντιφατικά. Ἀκόμη καὶ τότε ὅμως ἂς Τὸν ἐμπιστευόμαστε ἀπόλυτα κι ἂς Τὸν ὑπακοῦμε τυφλά. Διότι κάθε λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχει ξεχωριστὴ σημασία καὶ ἀπόλυτη ἐγκυρότητα. Δὲν ἐκφράζει ἀνθρώπινη σκέψη, ἀλλὰ εἶναι φωνὴ Θεοῦ. Ὁ κάθε λόγος του Κυρίου μᾶς κατευθύνει σὲ ὁδοὺς αἰώνιας σωτηρίας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου